- καταβύθισμα
- τοβούλιαγμα: Βλέπαμε το καταβύθισμα του ακυβέρνητου πλοίου από μακριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταβύθισμα — το η καταβύθιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυιέρο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
καταβύθιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταβυθίζω, βούλιασμα, καταβύθισμα: Πέτυχαν την καταβύθιση του εχθρικού πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)